στραβολαίμιασμα

στραβολαίμιασμα
το свёртывание шеи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στραβολαίμιασμα" в других словарях:

  • στραβολαίμιασμα — το, Ν [στραβολαιμιάζω] το στράβωμα τού λαιμού, η απόκλιση τού τραχήλου από την κανονική του θέση …   Dictionary of Greek

  • στραβολαίμιασμα — το στράβωμα, του λαιμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»